- αξιολάτρευτος
- [аксиолатрэфтос]εκ. достойный восхищения, почитания.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αξιολάτρευτος — η, ο άξιος να αγαπηθεί πολύ, ως τη λατρεία: Ήταν πραγματικά άνθρωπος αξιολάτρευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Maria Foka — Μαρία Φωκά Born October 14, 1917 Argostoli, Greece Died June 15, 2001 London, England, UK Occupation actress Maria Foka (Greek: Μαρία Φωκά, 14 October 1917 … Wikipedia
ερώτιμος — ἐρώτιμος, η, ον (Μ) [έρως] αξιαγάπητος, αξιολάτρευτος … Dictionary of Greek
θαυμαστός — ή, ό (AM θαυμαστός, Μ και θαμαστός, Α ιων. τ. θωμαστός, ή, όν) [θαυμάζω] αυτός που προκαλεί τον θαυμασμό, αξιοθαύμαστος, θαυμάσιος, εξαίρετος (α. «κατορθώματά τε θαυμαστὰ πραχθέντα ἔξ ἐκείνων», Διγεν.Ακρ. β. «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά», Ηρόδ. γ … Dictionary of Greek
λατρευτός — ή, ό (AM λατρευτός, ή, όν) [λατρεύω] 1. αυτός που τόν αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα») 2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.) αρχ. αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία,… … Dictionary of Greek